Ο Πρωτάρης στα Βαλκάνια και στην Κεντρική Ευρώπη Μέρος 3ο
ΣΥΝΕΧΕΙΑ…
09 Μαΐου 2024 08:30 το πρωί
Ζήση ξυπνά !!!! Να κατέβουμε για πρωινό. Ήταν ο Γιώργος, ακριβώς πάνω από το κρεβάτι μου. Κοιτάζω το ρολόι, έλα ρε σύ λέω. Τελευταίος ξύπνησα; Έχω συνηθίσει γενικά να ξυπνάω νωρίς. 05:20 τις καθημερινές, ενώ τις αργίες χωρίς να βάλω ξυπνητήρι και ακόμη κι αν βγω έξω με τη Σοφία (γνωστό party animal) μέχρι το πρωί, πάλι πέρα από τις 08:00 δεν θα κοιμηθώ, άσχετα αν έπεσα στο κρεβάτι στις 06:00. Πως αποκοιμήθηκα έτσι εδώ και δεν άκουσα τίποτα; Anyway πετάγομαι με την ευλυγισία εφήβου (τρομάρα μου και πάλι) και τρέχω στο μπάνιο για πλύσιμο, δόντια κλπ. Τακτοποιώ τα πράγματα, ντύνομαι και κατεβαίνω κάτω για πρωινό. Βλέπω αυγά!!!! Τσιμπάω 4 και μαζί τυριά, αλλαντικά, ψωμί και ένα δεύτερο πιάτο για μαρμελάδες, βούτυρο, κέικ κλπ. Χυμός καφές και έτοιμος. Οι άλλοι είχαν σχεδόν τελειώσει. Καταβρόχθισα με ρυθμό όλα όσα είχα βάλει στα πιάτα. Έσπαζα με το χέρι μου το φρέσκο ψωμί ακούγοντας τον χαρακτηριστικό ήχο, σε συνδυασμό με τα φρεσκοψημένα ψίχουλα της κόρας που πεταγόταν και αμέσως άλειφα ένα μικρό ατομικό βουτυράκι, ακριβώς από πάνω έβαζα μια γενναία στρώση μαρμελάδας, νιώθοντας κατόπιν την όξινη και απαλή επίγευση όλων αυτών στον ουρανίσκο μου. Αφού άδειασα τα πιάτα, ανέβηκα πάνω. Το πάρκινγκ είχε ανοίξει, όποτε μεταφέραμε τα πράγματα, ασφαλίσαμε σάκους και βαλίτσες στις μηχανές και είμασταν έτοιμοι.

Το πρόγραμμα για σήμερα ήταν η μετακίνησή μας στο Βέλεμ της Ουγγαρίας, στον τόπο δηλαδή των εκδηλώσεων της συγκέντρωσης. Όπως είπα και πριν, το Βέλεμ βρίσκεται στα σύνορα με την Αυστρία και η απόσταση που μας χώριζε ήταν σχετικά μικρή, περί τα 250χλμ περίπου, που οι εφαρμογές των κινητών μας το έδιναν 3 ώρες σχεδόν. Πάλι μου φάνηκε πολύς ο χρόνος, αλλά οκ, σε κάθε περίπτωση, είμασταν κοντά, πίεση χρόνου δεν υπήρχε, οπότε και ανάγκη για υψηλές ταχύτητες. Θα απολαμβάναμε τη διαδρομή στην ουγγρική φύση. Την προηγούμενη, όταν βολτάραμε στη Βουδαπέστη, ο Γιώργος είχε αγοράσει κάποια αναμνηστικά από ένα κατάστημα, κοντά στο εστιατόριο που καταλήξαμε. Επειδή όμως μείναμε εκεί αρκετές ώρες και γίναμε και λίγο τσιμέντο είναι αλήθεια από τις μπύρες και τα ποτά, τα ξέχασε εκεί. Δεν έχουμε πρόβλημα είπαμε όλοι, θα βγούμε μια στο κέντρο με τις μοτοσυκλέτες φεύγοντας και αν είναι ανοιχτό το εστιατόριο θα τα βρούμε. Φύγαμε λοιπόν με την ίδια σειρά κίνησης από το ξενοδοχείο, έχοντας εγώ τοποθετήσει στο gps την τοποθεσία του μαγαζιού. Η κίνηση στην πόλη αρκετή, καθημερινή άλλωστε. Είδαμε τότε, ότι οι ντόπιοι με μηχανές έμπαιναν ανάμεσα στα αυτοκίνητα, οπότε τους μιμηθήκαμε. Φτάσαμε λοιπόν σε λίγο και μετά από περίεργες δρομολογήσεις λόγω των γεφυρών και του ποταμού, στο σημείο του εστιατορίου. Ο Κώστας και ο Θοδωρής έμειναν στις μηχανές και εγώ με τον Γιώργο, πήγαμε στο σημείο που καθόμασταν το προηγούμενο βράδυ. Δυστυχώς ήταν κλειστό, όπως κλειστό ήταν και το κατάστημα με τα αναμνηστικά λίγο παραπάνω. Υπέρ πίστεως λοιπόν πήγαν οι αγορές του Γιώργου. Του είπα όμως να μην ανησυχεί, θα βρούμε και άλλα μαγαζιά και θα έχει τη δυνατότητα να αντικαταστήσει αυτά που ξεχάσαμε.
Με την επιτυχημένα δοκιμασμένη συνταγή της προηγούμενης μέρας, βγήκαμε στην κεντρική οδική αρτηρία που οδηγεί στην εθνική οδό, αφού κάναμε κάτι φιδάκια στους παραποτάμιους δρόμους. Θα σταματούσαμε και πάλι στα πρώτα ΣΕΑ για φουλάρισμα, λάδι στις αλυσίδες και καφέ. Μέριμνα για εμάς και για τα κορίτσια μας. Σε λίγα λεπτά της ώρας, έβγαζα φλας για το σημείο ανεφοδιασμού. Βάλαμε βενζίνη, πληρώσαμε, λαδώσαμε αλυσίδες και καθίσαμε για καφέ. Λίγο πριν κάτσουμε να και ένας Έλληνας μοτοσικλετιστής. Το παιδί ήταν από τη Θεσσαλονίκη και ανέβαινε στην Πράγα όπου ζούσε και δούλευε μόνιμα. Δυστυχώς απ΄ ότι μας είπε, δεν έχει τη δυνατότητα να επισκέπτεται την Ελλάδα πάνω από 2 φορές το χρόνο και αυτή ήταν μια από τις 2, επιστρέφοντας τώρα στη βάση του.

Μείναμε 40 λεπτά περίπου, απολαμβάνοντας χωρίς βιασύνη τον καφέ μας. Αμέσως μετά καβαλήσαμε και βγήκαμε στην εθνική οδό. Ο δρόμος ήταν και πάλι πλημμυρισμένος με νταλίκες και σε πολλά σημεία η κίνηση σταματούσε λόγω μποτιλιαρίσματος. Αν μη τι άλλο, τέτοια κατάσταση στη χώρα μας δεν βλέπει κανείς στο εθνικό δίκτυο, εκτός κι αν πρόκειται για κάποια μαζική έξοδο. Το gps με προειδοποιούσε για τα σημεία με πολύ κίνηση και κάποια στιγμή με παρέκαμψε σε μια έξοδο, όπου μετά από 5-6χλμ με ξαναέβαλε στην εθνική οδό. Είχε γίνει ατύχημα και στο σημείο εκείνο η κυκλοφορία είχε σταματήσει. Με την έγκαιρη παρέμβαση της τεχνολογίας, παρακάμψαμε το επίμαχο σημείο και συνεχίσαμε κανονικά το ταξίδι μας.
Κάποια στιγμή, βγήκαμε από τον αυτοκινητόδρομο Ε60 που ενώνει τη Βουδαπέστη με τη Βιέννη και μπήκαμε κατόπιν στον Μ86 στον οποίο το όριο ήταν 110χλμ/ω. Και πάλι συνέχιζα να τσιμπάω προς τα πάνω λίγο το όριο με σταθερό ρυθμό πορείας, ενώ μετά πλέον από μια μέρα προσαρμογής στο οδηγικό στιλ του καθενός, οι συνεννοήσεις γινόταν σχεδόν αυτόματα. Είμασταν κοντά πλέον στον προορισμό. Στάση δεν είχαμε κάνει άλλη και είχαμε αρχίσει να πιανόμαστε. Στον μετρητή της μηχανής έβλεπα ότι είχαμε διανύσει 220χλμ από το σημείο ανεφοδιασμού. Κάποια στιγμή βλέπω τον Κώστα και τον Θοδωρή να με προσπερνούν και να βάζουν αλάρμ, σε ένα έρεισμα του δρόμου δεξιά που μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για ολιγόλεπτη στάση. Ο δρόμος ήταν σε αυτό το σημείο υπερυψωμένος σε σχέση με το έδαφος και με βιασύνη οι δύο, αφού σταθεροποίησαν στο πλαϊνό σταντ τις μοτοσυκλέτες, κατέβηκαν από το δρόμο για να ικανοποιήσουν τη φυσική ανάγκη τους. Ανάψαμε ένα τσιγάρο και εγώ έβγαλα το φλις μιας και ο ήλιος είχε ανέβει και η ζέστη ήταν πλέον έντονη, σε μια μέρα που θύμιζε καλοκαίρι στην Ελλάδα. Μετά από λίγο συνεχίσαμε και φουλάραμε άλλη μια φορά 7χλμ πριν τον προορισμό μας. Εκεί βάλθηκα να αφαιρέσω με μια βούρτσα που βρήκα στο πρατήριο και υπήρχε εκεί για αυτό το λόγο, τα έντομα που είχα μαζέψει κατά μήκος της διαδρομής. Έκανα και για τους άλλους το ίδιο, διαπιστώνοντας ότι σε εμένα καθότι πρώτος, υπήρχαν τα περισσότερα. Ρώτησα και τσιγάρα, όμως με πληροφόρησαν ότι στην Ουγγαρία τσιγάρα πουλάνε σε συγκεκριμένα μόνο μαγαζιά. Ωχχ, θα έχουμε θέμα σκέφτομαι. Αμέσως μετά ξεκινήσαμε για το Βέλεμ.


Σε λίγα λεπτά της ώρας, μπήκαμε στο χώρο της εκδήλωσης. Ήταν ένας χώρος πάρα πολύ περιποιημένος, με ξυλόγλυπτα σε διάφορα σημεία, λουλούδια διαφόρων χρωμάτων, ενώ τα σπιτάκια ήταν μικρά και όμορφα με διαφορετικό χρώμα το καθένα. Σκαλάκια και μικροί διάδρομοι που οδηγούσαν στα διάφορα σημεία, ενώ κάθε σπίτι ήταν με στέγη και μικρή αυλή μπροστά με τραπέζι και σκαμπό. Υπήρχε χώρος εκδηλώσεων, μπάρμπεκιου, εστιατόριο, μπαρ, καφετέρια. Όλο αυτό σε μια μεγάλη ήπια πλαγιά, κυριολεκτικά πνιγμένη στο πράσινο, με πολλά ρυάκια και ρέματα που διέσχιζαν την περιοχή. Ήταν σαν ένα χωριό βγαλμένο από κάποια ιστορία. Ίσως το στρουμφοχωριό ή το χωριό των χόμπιτ.






Πήγαμε στο registration room όπου δηλώσαμε τη συμμετοχή μας και παραλάβαμε τις ονομαστικές μας τσάντες με τα μπλουζάκια, τα αυτοκόλλητα και τα άλλα αναμνηστικά (ένα μπουκαλάκι με τοπικό λικέρ, πάπρικα παραδοσιακή και μαρμελάδα της περιοχής). Πήραμε επίσης τα κλειδιά των δωματίων και ενημερωθήκαμε για τους χώρους του φαγητού, τις ώρες και το πρόγραμμα των υπολοίπων ημερών. Εγώ και ο Γιώργος θα μέναμε στο σπιτάκι Νο4 το κόκκινο και ο Θοδωρής με τον Κώστα ακριβώς απέναντι στο Νο 3 το κίτρινο. Αφού τακτοποιήσαμε τα πράγματά μας και επειδή η ζέστη ήταν έντονη και το περιβάλλον συνηγορούσε, ανεβήκαμε στο χώρο του μπαρ για μπύρες. Με το που παραγγείλαμε τις πρώτες, άρχισαν να μαζεύονται στην παρέα μας, Γερμανοί, Ολλανδοί, Ρουμάνοι, Ούγγροι, μιας και είμασταν οι πιο φασαριόζοι από όλους. Τα κεράσματα έφερναν το ένα το άλλο, ώσπου πέρασε η ώρα και είπαμε να κατέβουμε κάτω στις αυλές μας, για να δοκιμάσουμε και τα 2 μπουκάλια σερβικής ρακής που είχε φέρει μαζί του ο Θοδωρής. Το πιώμα συνεχίστηκε μέχρι τις 19:30 ασταμάτητα, οπότε ανεβήκαμε στο εστιατόριο για φαγητό. Λίγο πιο πριν εγώ και ο Ρούμπεν από την Ολλανδία πήγαμε με τα πόδια στο χωριό για τσιγάρα. Ένα καφενείο όπως αυτά της Ελλάδας του 70 μας εξυπηρέτησε, χωρίς βεβαίως να μιλάει λέξη αγγλικά ο ιδιοκτήτης. Το δείπνο περιελάμβανε σούπα με λαχανικά σαν πρώτο πιάτο και επιπλέον ψητό κοτόπουλο, χοιρινό, ρύζι, κους κους, σαλάτες κλπ. Σούρωσα δυο πιάτα με ότι μπορούσα να χωρέσω και καθίσαμε. Εκεί έγινε και το καλωσόρισμα από τους διοργανωτές. Με το που τελειώσαμε το φαγητό και επειδή η ψύχρα είχε κάνει την εμφάνισή της, ο Κώστας άναψε φωτιά στον εξωτερικό χώρο σε μια κατασκευή που χρησιμοποιούνταν για μπάρμπεκιου και γύρω από τη φωτιά συνεχίστηκαν οι συζητήσεις, το γέλιο, οι μπύρες και η μουσική. Ήταν πολύ όμορφη η πρώτη μέρα. Άνθρωποι από διαφορετικά μέρη, διαφορετικοί μεταξύ τους, ένα εντελώς ετερόκλητο πλήθος, κάποιοι γνωστοί από πέρσι, κάποιοι όχι, συζητούσαν αστειευόντουσαν και ήταν σα να γνωριζόντουσαν καιρό. Το σκοτάδι είχε απλωθεί και τα λίγα φώτα του χώρου της εκδήλωσης στόλιζαν όμορφα την εικόνα. Ο ουρανός έναστρος και επιβλητικός συμπλήρωνε το σκηνικό. Μέσα σε όλα αυτά, αποφασίσαμε την επομένη να μην ακολουθήσουμε κάποια διαδρομή. Θα ξυπνούσαμε και θα πηγαίναμε μια βόλτα για ψώνια στο σούπερ μάρκετ στο πρώτο χωριό της Αυστρίας στα 10χλμ. Είχαμε γίνει και πάλι λίγο κομοδίνα από το ποτό, οπότε μια μέρα ξεκούρασης ήταν ότι έπρεπε. Συμφωνήσαμε και οι τέσσερις. Το βράδυ έπεσα για ύπνο μετά από τον Γιώργο, ο οποίος είχε αποχωρήσει πρώτος. Πρέπει να κοιμήθηκα σε δευτερόλεπτα, τόσο γρήγορα, που δεν πρόλαβα ούτε το τηλέφωνο να συνδέσω στον φορτιστή.










10 Μαΐου 2024 06:57 το πρωί.
Κοιμήθηκα όμορφα. Λίγο βαρύς ύπνος βέβαια, εξαιτίας των όσων είχα καταναλώσει το προηγούμενο βράδυ, αλλά οκ. Προσπαθούσα να μην ξυπνήσω τον Γιώργο. Πήγα σιγά σιγά στο μπάνιο, έκανα ένα ντουζ, βούρτσισα δόντια και βγήκα στην αυλή. Άναψα τσιγάρο και απολάμβανα το όμορφο πρωινό. Έβλεπα την ανταπόκριση που είχαν τα posts μου μέχρι τώρα στο facebook και τα σχόλια των φίλων.
Μετά από λίγο βλέπω από απέναντι τον Θοδωρή. Καλημέρα μου λέει με βαριά φωνή. Καλημέρα του λέω. Χαιρετούρες και με τους άλλους που πέρναγαν από μπροστά από την αυλή μας για να πάνε για πρωινό. Σε λίγο ξύπνησε και ο Γιώργος. Είχα φορέσει ένα παντελόνι και μπλουζάκι με αθλητικά παπούτσια. Αφού η μετακίνησή μας σήμερα θα ήταν τόσο κοντινή, δεν θα βάλω μοτοσυκλετιστικά, σκέφτηκα. Μόνο το μπουφάν.
Σε λίγο είμασταν έτοιμοι. Ανεβήκαμε για πρωϊνό. Ήταν όπως στα ξενοδοχεία. Ομελέτα, πολλών ειδών αλλαντικά, τυριά, λουκάνικα, λαχανικά, σοκολάτα, μαρμελάδα, βούτυρο. Πήρα απ΄ όλα και εννοείται κατά την πάγια τακτική μου δύο πιάτα. Για κάποιο λόγο εξακολουθούσε να υπάρχει η έντονη επιθυμία για λαχανικά και για το λόγο αυτό φόρτωσα στο ένα μου πιάτο και ντομάτα με αγγούρι που υπήρχαν. Αφού τελειώσαμε το σπαρτιάτικο πρωινό, κατεβήκαμε στα σπιτάκια. Οι υπόλοιποι ετοιμαζόντουσαν για τις διαδρομές. Αυτές ήταν τρεις. Η 1η με 100χλμ και οι 2η και 3η από 155 και 250χλμ αντίστοιχα. Τα αξιοθέατα ήταν αρκετά ενδιαφέροντα, κάστρα, όμορφα τοπία από Αυστρία και Ουγγαρία, πάρκα και σε ένα σημείο μπορούσε κανείς να δει ένα μέρος από το σιδηρούν παραπέτασμα, χαρακτηριστικό μιας άλλης εποχής. Πράγματι, σε λίγο μετά από κάποιες συνεννοήσεις έφευγε η Τρίτη διαδρομή η μεγάλη. Εμείς αφού ήπιαμε τον καφέ μας, ετοιμαστήκαμε και σε λίγο είμασταν στις μηχανές.





Σε λίγο βρεθήκαμε στο δρόμο. Η σειρά πάντα η ίδια. Εγώ τοποθέτησα στο gps την τοποθεσία Recnitz και πορευτήκαμε. Όμορφη και μικρή διαδρομή μέσα στο πράσινο. Ήταν έντονη η μυρωδιά της ανοιξιάτικης φύσης και τα χρώματα του περιβάλλοντος. Ο δρόμος, καθαρά επαρχιακός, με αρκετές στροφές, αγκάλιαζε σαν ασφάλτινο φίδι την πλαγιά, μέχρι να την υπερβεί και εμείς πλαγιάζαμε τις μοτοσυκλέτες μας νιώθοντας τη χαρά της μικρής διαδρομής. Σε λίγο περάσαμε τα σύνορα. Ένας στρατιώτης μας χαιρέτησε και χωρίς έλεγχο μπήκαμε στην Αυστρία. Φτάσαμε στο χωριό και αμέσως μπορούσε κανείς να διακρίνει τη διαφορά των δύο χωρών. Σταματήσαμε στην κεντρική πλατεία για καφέ. Και πάλι παρήγγειλα τον ασφαλή καπουτσίνο μου, βρίσκοντας ευκαιρία να εξασκήσω και λίγο τα γερμανικά μου. Απολαύσαμε τον καφέ που μας προσφέρθηκε με μικρά ποτηράκια νερό και τραβήξαμε για το σουπερ μάρκετ. Εκεί ψάξαμε για διάφορους μεζέδες. Ψωμιά, τυριά, αλλαντικά και εγώ τα αγαπημένα μου ζελεδάκια haribo. Ναι είναι η αδυναμία μου. Θα τα φάω όλα όσα έχω. Στην Αθήνα αποφεύγω να πάω στον κινηματογράφο στα village γιατί εκεί παίρνεις τη σακούλα και τη γεμίζεις. Πληρώνω μια περιουσία και τρώω μέχρι να αρρωστήσω. Ώπα, νερό δεν πήραμε ρε σεις, λέει ο Θοδωρής. Να πάρουμε και μπύρες λέει ο Γιώργος. Διάλεξα μια εξάδα με μεγάλα κουτάκια, η οποία όπως αποδείχθηκε μετά ήταν χωρίς αλκοόλ (ναι εγώ την έκανα συγχωρήστε με). Στο ταμείο ρώτησα με άπταιστα γερμανικά (αμ πως!!!) αν τα νερά ήταν χωρίς ανθρακικό, όχι μου απάντησε, πάρτε αυτά με το πράσινο καπάκι. Βγαίνοντας μοιράσαμε τα πράγματα στις μηχανές και φύγαμε. Τσιγάρα λέω που θα βρω; Ρώτα τον τύπο με το βανάκι μου λέει ο Κώστας. Τον ρωτάω και με καθοδηγεί, αλλά τζίφος. Κλειστό. Πάμε να επιστρέψουμε και θα πάρω πάλι από το Βέλεμ. Ως γνήσιος άνθρωπος της τελευταίας στιγμής (ναι Σοφία το ξέρω) δεν πήρα προμήθειες σε τσιγάρα, σε αντίθεση με τον Κώστα, ο οποίος κάπνιζε τα iqos και ήταν πλήρης σε αποθέματα. Τα άλλα δυο παιδιά δεν καπνίζουν.

Γυρίσαμε στα σπιτάκια, εγώ τελευταίος αφού πήγα στο χωριό να πάρω τσιγάρα και είπαμε να δοκιμάσουμε το κρασί του Γιώργου από το οποίο είχαμε μαζί μας δυο μπουκάλια. Ανοίξαμε μεζέδες, κρασάκι και το στρώσαμε στην αυλή. Σε λίγο άρχισαν να επιστρέφουν και οι διαδρομές και πολλοί ερχόταν στην παρέα μας. Αυτό το μεσημέρι θα ξαπλάρω σκέφτηκα και έτσι μετά από λίγο αποχαιρέτησα και έπεσα για ύπνο. Το απόγευμα έφτιαξα καφέ και πήρα τηλέφωνο τη Σοφία. Τίποτα καμία απάντηση. Μετά σκέφτηκα ότι η Ελλάδα είναι μια ώρα μπροστά, άρα 19:20 αντί 18:20 που ήταν εδώ. Γυμναστήριο είναι τέτοια ώρα (η μουρλέγκω πάει 6 φορές crossfit τη βδομάδα). Σε λίγο ήρθε η ώρα για φαγητό. Ανεβήκαμε επάνω και αφού φάγαμε, πήραμε μπύρες και καθίσαμε στα τραπέζια του μπαρ. Εκεί γνωρίσαμε και τους Ρουμάνους, την παρέα που ήρθε συνολικά 6 άτομα, όλοι καταπληκτικοί. Αφού πέρασε η ώρα, ξανακατεβήκαμε για να δοκιμάσουν και οι φίλοι μας το υπέροχο κρασί του Γιώργου. Η αυλή γέμισε με κόσμο. Πάλι οι Ελληνάρες είμασταν το επίκεντρο. Ο Ρούμπεν του οποίου ήταν η πρώτη φορά σε ΙΤΤ, μου είπε ότι τον συμβούλεψαν άλλοι φίλοι από την Ολλανδία να πάει μαζί με τους Έλληνες, είναι ωραίοι τύποι και θα περάσεις καλά. Είχαν δίκιο είπε.
Το βράδυ συνεχίστηκε με τον ίδιο ρυθμό. Αφού μίλησα επιτέλους με τη Σοφία, συνεχίστηκαν οι συζητήσεις, τα πειράγματα και τα γέλια. Αργά πλέον πέσαμε για ύπνο. Την άλλη μέρα μας περίμενα 300 χλμ περίπου.
11 Μαΐου 2024, 07:01 το πρωί.
Ήμουν ο πρώτος που ξύπνησα. Έκανα ένα αναζωογονητικό ντουζάκι και έφτιαξα καφέ. Σιγά σιγά ξύπνησε και ο Γιώργος. Έκατσα στην αυλή, απολαμβάνοντας τη μυρωδιά του καφέ παρέα με ένα τσιγάρο. Καλημέρες σε διάφορες γλώσσες με τον κόσμο που περιδιάβαινε τον χώρο εκεί στα σπιτάκια και περίμενα τους άλλους. Είχα φορέσει ήδη το παντελόνι μηχανής και τις μπότες. Σε λίγο βλέπω τον Κώστα και τον Θοδωρή σχεδόν έτοιμους. Πότε κιόλας τους είπα; Ανεβήκαμε για πρωινό. Έβαλα ένα αυτή τη φορά πιάτο, καθότι δεν ήθελα να νιώθω βαρύς στη διαδρομή και καθίσαμε στο τραπέζι. Οι άλλοι πάντα λίγα πράγματα έβαζαν για πρωινό. Σε λίγη ώρα είμασταν στις μοτοσυκλέτες. Με την κλασσική πλέον σειρά (Ζήσης, Γιώργος, Κώστας, Θοδωρής), περάσαμε την πύλη. Οι επικεφαλής των διαδρομών παραξενεύτηκαν, αλλά τους κάναμε νόημα ότι δεν θα ακολουθούσαμε. Είχαμε αποφασίσει, παρά την αρχική πρόθεση να επισκεφτούμε το Γκράτς της Αυστρίας, ότι εφόσον κατά την επιστροφή θα περνάγαμε από εκεί, να δούμε καλύτερα κάτι άλλο. Οι προτάσεις ήταν το Γκράτς και η μεσαία διαδρομή των διοργανωτών. Ο Θοδωρής βαριόταν τη διαδρομή, οπότε έριξα στο τραπέζι την πρόταση. Πάμε Μπρατισλάβα. Επειδή κανείς δεν είχε επισκεφτεί την πόλη αυτή, συμφώνησαν όλοι. 140 χλμ ήταν άλλωστε από εμάς. Αποφασίσαμε να πάμε από επαρχιακούς δρόμους και να επιστρέψουμε από τον αυτοκινητόδρομο.


Σε λίγη ώρα είμασταν στον επαρχιακό δρόμο. Τα χωριουδάκια που περνάγαμε ήταν όλα καλοφροντισμένα και όμορφα και ο δρόμος σε πολύ καλή κατάσταση. Ευτυχώς είχα προειδοποίηση από το gps για τα αρκετά ραντάρ ελέγχου που ήταν εγκατεστημένα στα διάφορα σημεία, οπότε ρύθμιζα αναλόγως την ταχύτητα. Μπήκαμε στην Αυστρία για λίγο και σταματήσαμε για καφέ στην κεντρική πλατεία του χωριού FrauenKirchen με θέα τον επιβλητικό ναό του χωριού σε γνήσιο κεντροευρωπαϊκό στιλ με δύο δίδυμα καμπαναριά, στολισμένα με περίτεχνους πράσινους τρούλους. Απολαύσαμε τον καφέ μας (και ο Γιώργος το γύρισε στην ασφαλή επιλογή του καπουτσίνο πλέον) και σε λίγο είμασταν έτοιμοι. Η μέρα ήταν πολύ όμορφη, σχεδόν καλοκαιρινή, με αρκετή ζέστη, γεγονός λίγο περίεργο για την εποχή, όπως με διαβεβαίωσαν κάποιοι ντόπιοι. Λίγο πριν τα σύνορα με τη Σλοβακία, ο μικρός επαρχιακός δρόμος άρχισε να εμφανίζει κίνηση, οπότε γίναμε λίγο πιο προσεκτικοί. Πράγματι, μετά από μια προσπέραση, είδα στον καθρέφτη μου να επιχειρεί επικίνδυνη προσπέραση στα παιδιά πίσω μου, μια γαλάζια μερσεντές. Εγώ δεν μπορούσα να ανοίξω το γκάζι, γιατί ο δρόμος ήταν στενός και μπροστά μου είχα φορτηγό. Ο τύπος συνεχίζει, περνάει και μένα και έρχεται να μπει σφήνα μεταξύ της αμαζόνας και του φορτηγού. Κοιτάζω στιγμιαία τον καθρέφτη, βλέπω ότι έχω απόσταση από τον Γιώργο και πέφτω στα φρένα. Ομοίως μείωσαν και οι άλλοι, ενώ ο μερσεντάκιας βγαίνει να προσπεράσει και το φορτηγό, παρόλο που από το αντίθετο ρεύμα ερχόταν άλλο αυτοκίνητο. Πέρασε στο όριο και συνέχισε επιταχύνοντας, λαμβάνοντας μια περιποιημένη ελληνικότατη μούντζα μαζί με τον γνωστό χαρακτηρισμό της πασίγνωστης λέξης με τα τρία «α».


Σε λίγο μπήκαμε στην Σλοβακία. Η πρωτεύουσα Μπρατισλάβα, είναι πολύ κοντά στα σύνορα με την Αυστρία και έτσι με το που περάσαμε χωρίς κανέναν έλεγχο και εδώ, άρχισαν να φαίνονται οι παρυφές της πόλης. Μου έκανε εντύπωση το στυλ, που παρέπεμπε στην εποχή της Τσεχοσλοβακίας με τα γνωστά ανατολικού τύπου μπλοκς πολυκατοικιών. Μερικά χιλιόμετρα αργότερα μπήκαμε στην πόλη. Και αυτή πολύ επιβλητική, χωρίς όμως την αρχοντιά της Βουδαπέστης. Ο Δούναβης κυρίαρχο στοιχείο και εδώ, οι γέφυρες και το ούφο !!! Μου είχε πει ο Ρούμπεν το πρωί γι΄ αυτό. Στη γέφυρα ανεβαίνεις με ανσανσέρ και φτάνεις στο ούφο. Μια καφετέρια με θέα όλη την πόλη. Σταματήσαμε κάπου για να δούμε που θα καταλήξουμε. Ο Θοδωρής ήταν κάθετος. Θέλω να πάμε οπωσδήποτε στο κάστρο είπε. Οκ συμφωνήσαμε όλοι και ανεβήκαμε τον δρόμο που οδηγούσε εκεί. Πολύς κόσμος και πολλά τουριστικά λεωφορεία. Αποφασίσαμε να παρκάρουμε στο υπόγειο πάρκινγκ για περισσότερη ασφάλεια. Πήραμε το καρτελάκι, ασφαλίσαμε τις μοτοσυκλέτες και τα κράνη για να μην τα κουβαλάμε και ανεβήκαμε. Ο χώρος ήταν πανέμορφος. Καταπράσινοι κήποι, γκαζόν που έβλεπες κόσμο να κάθεται εκεί και να απολαμβάνει την ηλιόλουστη ημέρα, καφετέριες και βέβαια το επιβλητικό κάστρο με θέα από τις μπροστά πολεμίστρες σε όλη την πόλη. Οι φωτογραφίες που βγάλαμε εκεί, νομίζω αντιπροσωπεύουν ακριβώς την πόλη αυτή. Από τη μία τα θηριώδη συγκροτήματα πολυκατοικιών, απομεινάρι της παλιάς κομμουνιστικής περιόδου και από την άλλη οι ουρανοξύστες που άρχισαν να κατασκευάζονται, ενώ ο Δούναβης και τα ιστορικά μνημεία έστεκαν στα διάφορα σημεία, μάρτυρες μιας παλιάς αυτοκρατορικής εποχής. Και βέβαια η γέφυρα με το ούφο. Όλα όμως αυτά σε μια αρμονική συνύπαρξη, σε μια πόλη που δεν αρνείται το παλαιότερο και το εγγύτερο παρελθόν, αλλά και δεν φοβάται τις προκλήσεις του μέλλοντος.









Είδα πολλούς να μπαίνουν σε ένα μαγαζάκι στην άκρη. Ήταν μαγαζί με σουβενίρ. Γιώργο φωνάζω. Το βρήκαμε. Μπήκαμε όλοι μέσα. Πήρα ένα δεύτερο μαγνητάκι (το πρώτο το πήρα στη Βουδαπέστη και δεν το ξέχασα, επειδή το είχα στο τσαντάκι μου) και ένα αυτοκόλλητο για τη μηχανή. Βγαίνοντας περιμέναμε πάλι τον Γιώργο, ο οποίος πήρε αρκετά για να αποκαταστήσει την απώλεια στη Βουδαπέστη. Είπαμε να κάτσουμε για μπύρες στην καφετέρια. Ώπα είπα στους άλλους. Πρώτα θα βγούμε φωτο στο γρασίδι. Ξάπλα όλοι τους λέω και δίνω το τηλέφωνό μου σε κάποιον ζητώντας του ευγενικά να μας τραβήξει. Μετά μάθαμε ότι και ο ίδιος είναι κάτοχος τρανσαλπ. Καλούς δρόμους να έχεις φιλαράκι, πάντα όρθιος.
Κατεβήκαμε στην καφετέρια. Μπύρες οπωσδήποτε και κάτι να φάμε. Σαλάτα θέλω λέω. Δυστυχώς όμως η κουζίνα δεν είχε ανοίξει ακόμη. Πολύ περιποιημένος κόσμος στα τραπέζια. Προφανώς είχε και μια εκδήλωση με φωτογράφιση και υπήρχε μια κινητικότητα. Τελειώσαμε τις μπύρες και τραβήξαμε για το πάρκιγκ. Πιο πριν, τραβήξαμε φωτογραφίες τους δύο πανέμορφους λαβύρινθους που είχαν φτιάξει στους κήπους στην πίσω είσοδο του κάστρου.
Φτάσαμε στις μηχανές, αφού πληρώσαμε περίπου 6 ευρώ το πάρκινγκ στα αυτόματα μηχανήματα. Ως συνήθως εγώ ήμουν έτοιμος τελευταίος. Πέρασαν τα υπόλοιπα παιδιά και σε μένα μπλόκαρε η μπάρα. Τελικά έδωσε λύση ο υπάλληλος ξεμπλοκάροντας το μηχάνημα ανάγνωσης καρτών. Τι γκαντέμης σκέφτομαι. Τα παιδιά με ρώτησαν τι έγινε και γέλασαν φυσικά όταν τους είπα. Βγήκαμε στο δρόμο με την ίδια σειρά. Αυτή τη φορά η επιστροφή από τον αυτοκινητόδρομο. Με αυξημένη ταχύτητα, περάσαμε τα σύνορα και σταματήσαμε να πάρουμε βινιέτες για την Αυστρία. Την επομένη θα κινούμασταν στην εθνική οδό της Αυστρίας, οπότε απαιτείται βινιέτα, κάτι που δεν είναι απαραίτητο αν χρησιμοποιήσεις τους επαρχιακούς δρόμους. Εκεί έπιασα συζήτηση με έναν Άγγλο με ένα Triumph τριβάλιτσο που επέστρεφε από ταξίδι στην κεντρική Ευρώπη.
Η διαδρομή ήταν γρήγορη. Αρχικά από τον αυτοκινητόδρομο Α3 που οδηγούσε στη Βιέννη και μετά από τον S31 που κατεβαίνει νότια και εισέρχεται στην Ουγγαρία. Χωρίς κάτι ιδιαίτερο η διαδρομή, με μια στάση και έναν ανεφοδιασμό, φτάσαμε στο Βέλεμ, νωρίς το απόγευμα.
Με το που παρκάραμε, αμέσως μπάνιο προετοιμασία, ντύσιμο και ανεβήκαμε για την αναμνηστική φωτογραφία. Κάποιοι φορούσαν τα μπλουζάκια από την περσινή ΙΤΤ που οργανώθηκε από το δικό μας κλαμπ στο Ελατοχώρι Πιερίας, γεγονός που μας χαροποίησε ιδιαίτερα. Ένας από τους φωτογράφους στην προσπάθειά του να πάρει ένα πιο πανοραμικό πλάνο, τοποθέτησε ένα σκαμπό, το οποίο για κακή του τύχη, ακούμπησε το αυτοκίνητο μιας γερμανίδας και εκείνη του έκανε παρατηρήσεις σε έντονο ύφος μιας και ήταν πολύ ψηλότερη από αυτόν χρησιμοποιώντας κομψές και ντελικάτες εκφράσεις από τις οποίες διακρίνεται η γερμανική γλώσσα και έχουμε ακούσει όλοι σε διάφορες ταινίες με θέμα τα τραγικά γεγονότα των μέσων του 20ου αιώνα.


Πήγαμε για φαγητό. Σήμερα είχε εκτός των άλλων, κοτόπουλο αλα κρεμ με μανιτάρια το οποίο τίμησα, καθώς και μια σούπα με κρεμώδη υφή, με βάση το σκόρδο, που ήταν πολύ γευστική. Οι Ρουμάνοι μας εκμυστηρεύτηκαν ότι προτίθενται να διοργανώσουν αυτοί την επόμενη ΙΤΤ στη Ρουμανία, οπότε αυτό ήταν το αντικείμενο της συζήτησης. Ήδη με τον Κώστα σχεδιάζαμε τη διαδρομή. Μάλλον θα το ανακοινώσουμε επίσημα είπαν, αλλά θα δούμε. Μετά το φαγητό και με τις μπύρες ανα χείρας καθίσαμε στα τραπεζάκια για να απολαύσουμε ένα συγκρότημα που θα έπαιζε ροκ και το κλείσιμο της εκδήλωσης. Οι Ρουμάνοι με έδωσαν να δοκιμάσω ένα ποτό με πιπέρι. Ήταν λικέρ και μάλιστα πολύ γευστικό. Σε λίγο οι διοργανωτές ευχαρίστησαν τον κόσμο για τη συμμετοχή και το λόγο πήραν οι Ρουμάνοι, που ανακοίνωσαν επίσημα πλέον την επόμενη διοργάνωση. Θα γίνει σε μια περιοχή κοντά στο κάστρο του Δράκουλα, όμως Ιούνιο προκειμένου να έχουν ανοίξει τα διάσημα περάσματα Transalpina και Transfagarasan. Αμέσως μετά ο πρόεδρος της Γερμανικής λέσχης ανακοίνωσε ότι επειδή είναι καιρός πλέον να ξαναγυρίσει η εκδήλωση στη Γερμανία, από όπου έχει ξεκινήσει όλο αυτό άλλωστε, το 2026 θα λάβει χώρα εκεί. Ο κόσμος ξέσπασε σε χειροκροτήματα και για τις δύο προοπτικές. Από τη μια του χρόνου στην φανταστική Ρουμανία με τις υπέροχες διαδρομές και ενισχυτικό το πόσο ωραίοι τύποι ήταν οι Ρουμάνοι που συναντήσαμε, ο ένας εκ των οποίων ο πρόεδρος του κλαμπ και από την άλλη 2 χρόνια μετά στη Γερμανία, όπου θα συρρεύσουν μοτοσικλετιστές πραγματικά από όλο τον κόσμο.


Η βραδιά συνεχίστηκε σε ρυθμούς ροκ με πολύ pink Floyd και άφθονες μπύρες. Ο Ρούμπεν από την Ολλανδία μας είπε ότι αύριο θα έφευγε κατευθείαν για το σπίτι του, επειδή δούλευε τη Δευτέρα, ενώ η Λιζ θα πέρναγε από Άλπεις και θα έφτανε σε τρεις μέρες. Ο Φρανκ με την Έμιλη και τον 12χρονο γιο τους που δεν χάνουν ΙΤΤ (τους ήξερα από πέρσι) απάντησαν πως εννοείται ότι θα είναι και του χρόνου, έτσι όπως πάντα με την 600αρα Transalp τους, στην οποία είχαν προσαρμόσει καλάθι για να ταξιδεύει και τρίτο άτομο. Από τους Γερμανούς ο Χουάν θα πήγαινε πρώτα από τα παιδιά του στην Αυστρία, ενώ ο Ρούντιγκερ μαζί με άλλους θα εξερευνούσαν τα βουνά της Κροατίας, ο ίδιος μάλιστα είπε ότι θα βρίσκεται στην Κρήτη για την πανελλήνια που διοργανώνουμε τον Ιούνιο, ενώ οι δύο Andreas, θα ταξίδευαν χωρίς πρόγραμμα. Οι Ρουμάνοι θα έφευγαν και αυτοί κατευθείαν για την πατρίδα τους, ενώ οι Ούγγροι θα περνούσαν μια ακόμη μέρα στο Βέλεμ για χαλάρωση όπως είπαν.




Όλοι ήταν χαρούμενοι και ταυτόχρονα προβληματισμένοι. Η φωτιά που έκαιγε, το ποτό, η μουσική και η νύχτα, σε συνδυασμό με το τέλος της εκδήλωσης, δημιουργούσαν αυτή τη χαρμολύπη. Να είσαστε όλοι καλά και πάντα όρθιοι με καλά χιλιόμετρα έλεγε ο ένας στον άλλον. Είναι αυτή η διαφορετικότητα αλλά ταυτόχρονα και η αγάπη για τις δύο ρόδες, που ενώνει τους μοτοσικλετιστές σε όλο τον κόσμο. Ένας χαιρετισμός και η χαρά είναι τόση, που διώχνει οποιαδήποτε κούραση ή πιάσιμο από το ταξίδι. Είναι αυτό το συναίσθημα, ότι ένα πραγματάκι όπως η μηχανή, που δεν χωράει όλα τα πράγματά σου ποτέ, μπορεί να σε πάει παντού και γι΄ αυτό και το δέσιμο του καθενός με τη μοτοσυκλέτα του, στην οποία ανεβαίνει και με ένα χάιδεμα στο γκάζι είναι έτοιμη να ταξιδέψει στην άλλη άκρη του κόσμου. Είναι το γεγονός ότι ταξιδεύοντας βλέπεις όλο τον ορίζοντα μπροστά σου, νιώθοντας ότι μπορεί να σε πάει το πραγματάκι αυτό, σε κόσμους φανταστικούς, περνώντας βουνά, ποτάμια, γέφυρες και πολιτείες αμέτρητες.
Η νύχτα έπεσε για τα καλά. Ήταν ώρα. Χαιρετήσαμε τους φίλους και κατεβήκαμε στα σπιτάκια μας. Μαζέψαμε τα πράγματα που δεν χρειαζόταν και είμασταν σχεδόν έτοιμοι. Χωρίς να μιλάμε πολύ και αφού ήπιαμε ένα τελευταίο ποτήρι από το κρασί του Γιώργου. Αύριο θα ξεκινούσε το ταξίδι της επιστροφής. Με τη σκέψη των αγαπημένων μου, βυθίστηκα στον ύπνο.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ…